- επιθυμιώ
- ἐπιθυμιῶ, -άω (Α)θυμιάζω, θυμιατίζω κατόπιν ή πάνω σε κάτι («ὅταν... πλουσίως οὕτως ἐπιθυμιάσεις», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυμιώ «καίω, θυμιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιθυσιώ — ἐπιθυσιῶ, άω (Α) επιθυμιώ*, θυμιατίζω … Dictionary of Greek
θυμιώ — θυμιῶ, άω (Α) 1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.) 2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα 3. καπνίζω κάτι για απολύμανση 4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 5. παθ. θυμιῶμαι, άομαι α) καίομαι β) μεταβάλλομαι σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ ιώ … Dictionary of Greek